- ἐξέραμα
- блевотина.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐξέραμα — ἐξέρᾱμα , ἐξέραμα vomit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέρασμα — ἐξέρασμα και ἐξέραμα, το (AM) [εξερώ (I)] το ξέρασμα, ό,τι έχει αποβληθεί με εμετό … Dictionary of Greek
ἐξεράματα — ἐξερά̱ματα , ἐξέραμα vomit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)